- εξομοίωση
- η (AM ἐξομοίωσις) [εξομοιώνω]το να εξομοιώνεται, να γίνεται κάτι όμοιο με κάτι άλλομσν.1. μίμηση2. ομοιότητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξομοίωση — η το να γίνει ή να θεωρηθεί κάτι εντελώς όμοιο με άλλο, παρομοίωση, παρόμοιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξομοιώσῃ — ἐξομοιώσηι , ἐξομοίωσις assimilation fem dat sg (epic) ἐξομοιάζω fut part act fem dat sg (attic epic ionic) ἐξομοιόω make quite like aor subj mid 2nd sg ἐξομοιόω make quite like aor subj act 3rd sg ἐξομοιόω make quite like fut ind mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισότητα — Απόλυτη ταυτότητα ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα ίσα πράγματα ή έννοιες· η εξομοίωση των πολιτών ως προς τα δικαιώματα και τα καθήκοντά τους. (Μαθημ.) Βλ. λ. ισοδυναμία. (Νομ.) Το κεφάλαιο για τα ατομικά και τα κοινωνικά δικαιώματα αποτελεί ένα από … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
αντίληψη — Η λειτουργία που επιτρέπει στον άνθρωπο και στα πιο εξελιγμένα ζώα να διαλέγουν και να τοποθετούν μέσα σε λογικά σύνολα τις πληροφορίες που δέχονται από τα αισθητήρια όργανα. Έτσι, αν και κατά κανόνα οι α. πηγάζουν από αισθητηριακές διαδικασίες,… … Dictionary of Greek
εξομοιωτικός — ή, ό (AM ἐξομοιωτικός, ή, όν) [εξομοίωση] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εξομοίωση … Dictionary of Greek
-αι — (ΑΝ) κατάληξη ονομαστικής και κλητικής πληθυντικού τών ονομάτων τής α κλίσεως (π. χ. ἡμέραι, χῶραι, ταμίαι, ἐπαγγελματίαι). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ονομ./κλητ. πληθ. σε αι τής Ελληνικής (θεαί, χῶραι) είναι αναλογικός σχηματισμός κατά τα θεματικά* κλιτά… … Dictionary of Greek
άμφω — ἄμφω, τώ, τά, τὼ και οἱ, αἱ, τὰ (Α) (για άτομα, στρατούς ή έθνη) και οι δύο, και τα δύο, αμφότεροι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαντά και σε γενική και δοτική δυϊκού ως ἀμφοῖν. Στον Όμηρο χρησιμοποιείται μονό σε ονομαστική και αιτιατική, κυρίως για τα μέρη… … Dictionary of Greek
ανισασμός — ο (Μ ἀνισασμός) [ισασμός] νεοελλ. 1. η τακτοποίηση, η διευθέτηση 2. ο διακανονισμός (περιουσιακής διαφοράς) μσν. η εξίσωση, η εξομοίωση … Dictionary of Greek
αντικρινός — ή, ό εκείνος που βρίσκεται αντίκρυ, απέναντι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντίκρυ. Η γραφή αντικρινός, με ι , αντί υ (αντικρυνός, πρβλ. και αντικρύζω) οφείλεται σε ορθογραφική εξομοίωση της λ. προς το πλήθος των επιθέτων σε ινός (πρβλ. και βραδινός αντί… … Dictionary of Greek